- κιβούρι
- το (ΑΜ κιβώριον, Μ και κιβούριον και κιβούριν)νεοελλ.-μσν.τάφος, μνήμα2. φέρετρο3. ονομασία χορδόφωνου οργάνουμσν.1. θολωτή στέγη, «ουρανός», κουβούκλιο πάνω από την αγία τράπεζα2. θολωτό ταφικό μνημείο3. σαρκοφάγος4. κιβώτιοαρχ.1. το περικάρπιο τού αιγυπτιακού κυάμου, που η ρίζα του λεγόταν κολοκασία*2. (κατ' επέκτ.) το φυτό κύαμος3. θόλος, τρούλλος4. κάλυμμα τού καθίσματος βασιλικών προσώπων5. ποτήρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. από την Αιγυπτιακή, που δήλωνε το ομώνυμο φυτό. Από το σχήμα τού περικαρπίου τού αιγυπτιακού φυτού η λ. πήρε τη σημ. «ποτήρι», κατόπιν «θόλος ταφικού μνημείου» και γενικά «τάφος, φέρετρο»].
Dictionary of Greek. 2013.